9/6/14

Παιδία ή πιδία - Ουνιρουπαρμένους


Σαν όνειρου πιρνούν απ΄του μυαλό μ τα παλιότιρα μαθητικά χρόνια, τι να προυτουθμηθώ.

Τα σχουλειά ανοίγαν κάθι χρουνιά σταθιρά τσι του ξέραμι απού πρίν τσι αν θμάμι καλά κάθι 21 Σιπτιμβρίου, πάντα μι τν αλλ μέρα τ’ Αγιού Στάθ . 


Ήξιρις θα πας τσι θα βρείς τα βιβλίας χουρίς πουλές αλλαγές τσι αμφισβιτούμινα θέματα. Τάπιανις απ΄τ’ πρώτ μέρα στα χιρέλια σ τα μύρζις τσι καταλάβινις ότι είσι σι σχουλειό. 

Θμάστι τ’ μυρουδιά τς ξύλινς κασιτίνας τσι τουν μουλιβιών, ε ξιχνιόντι. Ετς απλά παραδουσιακά τσι όμουρφα. 

Ποιος ε θμάτι του Αναγνουστικο τς Α’ Τάξις μι του Μίμη τσι κ’ Λόλα τσι τν Άννα . <<Λόλα πάρε ένα μήλο>> κ.λ.π. 


Απ’ του 1956 έως του 1978 ήβγινι, μέχρι π’ τ’ ανατυπώσαν τσι του πλούν τώρα πγιά σι μας τσ’ αθιράπιφτ ρουμαντικοί, τσ’ ουνιρουπαρμέν.

Του χωριό είχι του θκότ σχουλειό τσι του δάσκαλού ντ. Τσι τι σχουλειό κουμψουτέχνημα μι κουλώνες αϊτώματα τσιραμίδια τσ’ αυλές μιγάλις του ‘βλιπις τσι σ’επιανι δέους, νόμζις ότι παένς σι πανιπιστίμιου. 

Τα σμιρνά όμους είνι ή μές σι κουντέινερ ή σ΄καλύτιρ περίπτουσ χτισμένα σα τιτράγουνα κτιά μι τρύπις για παραθύρια χουρίς καθόλ σχέδιου τσι μουρφιά. Μείουσ κόστους βλεπς.

Η δάσκαλους κάθουντ στου χουριό, έϊτσι απίκου άγρυπνους φρουρός τς παράδουσις τσι του αξιόν που τα μιτέδιδι στα μουρά. Φλόγις βγάζαν απού πιριφάνεια τα μάτια τ άμα ήλιγι για του Κουλουκουτρών τσι δάκρυα άμα διηγούνταν τα πάθ τ' Χριστού.

Γιμάτ οι τοιχ τ' σχολειού μι ήρουις τς ηπανάστασις του 1821, εικόνις τσι σημιάκια, ξέραμι ότι έμαστι σι Ηλιννικό σχουλειό. Τώρα ε τα βάζειν ή προυσπαθούν να τα καταργήσειν για να μην νιώθειν μειουνικτικά οι αλλουδαποί. 

Τα θκα μας τα μουρά ε τα υπουλουγίζειν αν νιώθειν μιουνικτικά; Αντί να προυσαρμουστούν αυτοί σι μας γίνιτι του αντίθιτου, τα χάλια μας.

Του σχουλαρόπιδου σιβόνταν του δάσκαλου τσι έτριμι να βγεί άμα νύχτουνι στου χουριό απου φόβου μη τουν δεί.

Άμα έτρουγι τσι καμιά ξλιά κατά μυστήριου τρόπου εν είχι ψυχουλογικά προυβλήματα όπους εχ βγει μόδα σήμιρα να λέγειν τσι άμα του μάλουνι εν υπήρχι η όρους λικτική βία τσι ραστσισμός. 

Η γουνιός ε φώναζι στου δάσκαλου γιατί χτύπσι του μουρό τ αλλά ήλιγι καλά τουν έκανις για να βαλ μυαλό. Μπόργει η γουνιός να του ρουκής για τ’ πρόοδου τ΄ πιδιούτ τσι να συνηνουηθεί τελους πάντουν τσι να βρεί μιαν άκρ μι του δάσκαλου βρέ κμπάριμ. 

Μι αξίης μιγαλώσαν τότι τα πιδιά, κούριμα γλί τσ’ οχ μι φούντις τσι σκλαρκέλια. Ούλ ήνταν ίδγ μι τς μπλέ τς πουδιές. 

Ε ντουλμούσαν ν’ αντιμλίξουν μιγαλίτιρου, κάναν τα θιλήματα χουρίς δεύτιρ κουβέντα, σιβόνταν του γέρου τσί τ’ γριά. Υπήρχι τάξ, σιβασμός, ιεραρχία.

Πούντα αυτά τώρα?