28/1/14

- Του λαδέλ τσι του νιρέλ - Καφινές “η Ωραία Λέσβος”



Ώρα για τ' καθιηρουμέν ηπίστσιψ στου καφινέ «Η ΩΡΑΙΑ ΛΕΣΒΟΣ».

Η καφινές αυτός είνι του στετς ιμ, πουτέ ε μένου μόνος ιμ, άμα παγαίνου ούλου τσι κάποιον θα βρώ να πιάσου κουβέντα. 

Σήμιρα ήβρα του Μπουτέλ, χρόνια αγρότς τσι μαζών πουλλά κισίμια ηλιές. 


Παμπόνηρους τσι ε τ' ξιφεύγ τίπουτα. Αυτός μ' είδι τσι καθώς ήμπινα μέσα τουν άκσα να μ' φουνάζ δυνατά. Έψαχνα να τουν βρώ τσι αυτός ούλου φώναζι γιατί ε τουν ήβλιπα. 


Μπουτέλ: Έλα έδγιου δίπλα στου τιζιάκ είμαι, στραβός είσι ε μι βλέπς.

Τζλουχτίρ: Σ' είδα ρε Μπουτέλ, μι φουνάζς ριζίλ θα γίνουμι.

M: Ηγώ ε γίνουμι ριζίλ για κανέναν, θα τς παρ η διάουλους ούλ τσι θα τς σκώς. Άσιμι τσ' έχου τα νεύρα μ σήμιρα.

Τ: Τι έγινε ρε Μπουτέλ;

Μ: Ε βλέπς έδγιου, μ' ήφιρι η αστυνουμίγια μια μήνυσ απ' αυτόν του μπακάλ του κλεφκ του βριγιό, αυτός π' είνι μες στου στινέλ στου τσαρσί, π΄εχ ούλα τα πράγματα φουκιά τσι λοχ. Έλα ρε τουν ξερς.

Τ: Γιατί ρε Μπουτέλ τι έκανες;

Μ: Κατέβκα στν αγουρά να ψνήσου, η γναίκα μ μ’ διν ένα μακρύ χαρτί, σαν κουλόχαρτου ήνταν μι γραμμένα ούλα τα ψώνια καθώς τσι ένα μπουκαλέλ λαδ τι μσου λίτρου για να να του παγ στν ακκλησιά. Ψούνζουμ ουλ τ' μέρα. Κουράσκα τσί κάρνιασα, τσ’ έτυχι να πιρνώ απ’ του μπακάλκου, σκέφκα λοιπόν να πάρου ένα μπουκαλέλ νιρό να ξιδιψάσου.

Τ: Τσι τι συνέβ;

Μ: Ανοίγου τ’ γκισέμ μα τι να δω, τιλιώσαν ούλα τα λιφτά μ χουρίς να του πάρου χαμπάρ τσι εν είχα να πάρου του νιρό. Σαλαγώ του τρουβαδέλι μ τσι βλέπου του μσό λίτρου μπουκαλέλ μι του λαδ, είχα ξιχάς να του πάγ στουν Άγιου. Τότι κατέβτσι στου τσιφάλιμ μ μια ιδέα.

Δίνου στου βριγιό του μπακάλ του μσο του λίτρου του λάδ τσι παίρνου απ' του μπάγκου ένα μπουκαλέλ μσο λίτρου νιρό. Άντι τ’ λεγ, έ βαριέσι μπάτα είμαστι, εχς χαρ π’ διψώ. Τσι κι καν τότι, τ' αρπά απ’ του χέρι μ τσι αρχίνσι τσι φώναζι.

Τ: Δε καταλαβαίνου, τσι κι έγινι παρακάτου.

Μ: - Άστου κάτου μ' λέει μι έντονου ύφους.

- Γιακί τ' λεγ απουρημένους.

- Ε μπαίρνς μ' λέει μι μσο λίτρου λάδ μσο λίτρου νιρό, θελ ακόμα τσ’ άλλου μσο λίτρου λάδ.

- Τι τ' λέγου ρε, ένα λίτρου λάδ για μσό λίτρου νιρό που ακούστκι ρε, ξλουμένους είσι;

Φούντουσα, ανάψαν τα καγκήλια μ, μη πήρι τσι του παράπουνου, πιράσαν τσ' απ’ του νουμ η κόπ ιμ για να μαζέψου του λαδ μες στου κρυγιώμα, να του κβανήσου τσι να τ' αλέσου. Θώλουσα τσι καθώς του κράτγουμ στου χέρι μ του ζγάφτου μι δύναμ μεσ μούρη τ. Τουν ήβρι μες στου μάτ, απ τ' μιρια π' είνι του καπακέλ.

Τ: Καλά ρε Μπουτέλ δεν κράτγεις τσι σύ λίγου τα νεύρας.

Μ: Τι να τα κρατήσου μ' αυτό π' μ' είπι λίγου το 'χς; Τουν πήραν τα αίματα τσι του μάτι τ γίντσι νταβούλ, πρίστσι σαν μιλτζάνα. Αρχίνσι τσίρζι τσι μ' έβριζι. Πιάν τότι του τηλέφουνου τσι παίρν του κατό.

Τ: Τσι συ τι έκανις τότι;

Μ: Αρπώ του λαδ τσι κατρατσλώ γκ' κατφόρα τσι μι τουν είδατι του Μπαναγή. Α γλιτώσου του αφτόφουρου ήθιλα

Τ: Τελικά σι πιάσαν;

Μ: Ημένα ρε να πιάσειν κουρόϊδου είμι; Ηδώ ε μι πιάσαν οι Γιρμανοί σ' κατουχή π' έκλιβα τς μπουμπότις, θα μι πιάσουν αυτοί οι άχρηστ; Ηξάλου γι’ αυτό μιτά μ' στείλαν τ' μύνης. Μη σι νοιάζ όμους θα παίρνου αναβουλές μέχρι να πιθάν η κουλόγιρους.

Τ: Του ξέρου παλιά καραβάνα είσι.

Μ: Οχ μόνου παλιά καραβάνα, αλλά τσι κάτα είμι. Άκσι να δεις τι σκέφκα π' σένα ε ντου βάζ η νους.

Τ: Τι για πές ιμ;

Μ: Θα πλύσου ούλα τα πράματα μ μι τσ' ηλιές τσι θα πάγ ν' αγουράσου μπουκαλέλια άδεια τ΄ νιρού.

Τ: Τσι τι θα τα κάνς;

Μ: Α ρε κουρόϊδου Τζλουχτηρέλ άκσι για να μαθαίνς.

Του χμώνα ε θα παγένου πλια στς ηλιές, αλλά θα γυρίζου σ' ουλις τς μάνις π' τρέχειν χάμα λίμα τα νιρά κάτου μες τσι δρόμ τσι θα γιμίζου τα μπουκαλέλια νιρό. Ξερς πόσα θα γιουμίζου ουλ κ' μέρα, μια χαρά θα βγαιν τσι μι του παραπάνου του μιρουκάματου, αφού μιτά θα τα πλιώ.

Ετσ θα κουνουμήσου πουλύ παράδις τσι ξικούραστα.

Ούτι κλάδσμα ούτι πόγκσμα τσι λίπασμα. Τύφλα ναχ του λάδ τσι γ' ηλιές μι τέτοια αξία π' έχειν. Ακόμα ε ντου χουρεί η γκλάβα μ, πες ιμ που ακούστκι;

Δυό μπουκαλέλια λαδ ένα μπουκαλέλ νιρό!!!